Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

Γενετική και Επιγενετική

Με βάση την κλασική θεωρία της γενετικής τα κληρονομούμενα χαρακτηριστικά μεταβιβάζονται στην επόμενη γενεά μέσω της μεταφοράς των γονιδίων από τους γονείς, ενώ εκείνα που εξαρτώνται από την επίδραση του περιβάλλοντος χάνονται με το θάνατο του ατόμου. Ωστόσο,
σχετικά πρόσφατες έρευνες αποδεικνύουν ότι μπορούν να κληρονομηθούν και επίκτητα χαρακτηριστικά χωρίς να συμβεί αλλαγή του γενετικού υλικού, φαινόμενο που ονομάζεται Επιγενετική.

Η Επιγενετική έχει πρόσφατη ιστορία: ο όρος προτάθηκε το 1942 από τον Βρετανό γενετιστή-βιολόγο Waddington αλλά η εποχή ήταν ανώριμη να δεχθεί προωθημένες προτάσεις και μόλις το 2008, σε μία ιστορική συνάντηση, οι επιστήμονες συμφώνησαν στον τρέχοντα ορισμό της. Οι έρευνες της επιγενετικής είναι λίγες σε σχέση με εκείνες της γενετικής και ο κύριος λόγος είναι η δυσκολία διενέργειας πειραμάτων και εξαγωγής συμπερασμάτων. Ενώ είναι εύκολο να διαπιστώσουμε την κίνηση των γονιδίων σε έναν πληθυσμό, τόσο με παρατήρηση του φαινοτύπου των ατόμων, όσο και με απ' ευθείας έλεγχο του γενετικού τους υλικού, είναι ιδιαίτερα δύσκολο να απομονώσουμε τους περιβαλλοντικούς παράγοντες που επέδρασαν στους γονείς και τα αποτελέσματά τους κληρονομήθηκαν στα παιδιά. Η εξήγηση της επιγενετικής βρίσκεται σε μία ομάδα πρωτεϊνών που είναι συνδεδεμένες με το DNA και καθορίζουν τη μορφή και την έκταση έκφρασης των γονιδίων. Τα συστήματα αυτά επηρεάζονται μόνιμα από μακροχρόνιες περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις και, μέσω των γεννητικών κυττάρων, περνούν, στην επόμενη γενεά. Για παράδειγμα, οι ανθυγιεινές συμπεριφορές ενός ατόμου, όπως κατανάλωση επιβλαβών ουσιών και τροφίμων, καθιστική ζωή, αγχώδης διάθεση κλπ. "αποτυπώνονται" μόνιμα στο γενετικό υλικό του και μεταβιβάζεται στους απογόνους, τους οποίους ακολουθούν στη δική τους ζωή. Με άλλα λόγια, η προϋπάρχουσα επιρροή του περιβάλλοντος στους γονείς συνεχίζεται στα παιδιά, παρόλο που μπορεί αυτά να μην επιδεικνύουν την ίδια συμπεριφορά. Το επιγενετικό φαινόμενο λαμβάνει χώρα, συνήθως, σε περιπτώσεις αρνητικής επίδρασης, αλλά δεν αποκλείεται να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλαδή, καλές συμπεριφορές των γονέων να επιδρούν θετικά στα παιδιά. Η διάκριση του ρόλου του περιβάλλοντος και των γονιδίων καθίσταται δυσχερής λόγω της στενής σχέσης μητέρας-παιδιού κατά τη διάρκεια της κύησης και οικογένειας-παιδιού μετά τη γέννηση. Έτσι, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί αν ένα χαρακτηριστικό του παιδιού οφείλεται στην κληρονομικότητα ή στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον του: για παράδειγμα, η παχυσαρκία κληρονομείται ή οφείλεται στη διατροφική συνήθεια της οικογένειας;

Τα συμπεράσματα της επιγενετικής αναβαθμίζουν δραματικά τον ρόλο του περιβάλλοντος και, συνεπώς, την ευθύνη του ατόμου που επιλέγει τη συμπεριφορά του. Μέχρι τώρα η επίδραση των γονιδίων θεωρούνταν τελική και ανεπανόρθωτη, με αποτέλεσμα το άτομο να απαλλάσσεται πολλών κατηγοριών για χαρακτηριστικά που φέρει. Η επιγενετική, όμως, αναδεικνύει νέες προκλήσεις στην συμπεριφορά και τις εμπειρίες ενός ατόμου, καθώς εκτός από τη δική του ζωή επηρεάζει και αυτή των απογόνων του και κατ' επέκταση όλης της κοινωνίας. Επίσης, περιορίζει την ματαιότητα που πήγαζε από το αναλλοίωτο του γενετικού υλικού. Το συμπέρασμα αυτό μπορεί να ακούγεται ανώδυνο, ωστόσο ένα παράδειγμα είναι αρκετό για να αναδείξει τη σημασία του: μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από έλλειψη οργάνωσης, ευαισθησίας, γνώσης και ανθρωπισμού και ζει συνεχώς σε υποτέλεια, όπως η Ελληνική, καταδικάζεται σε μακροχρόνια στασιμότητα και θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο από μια γενεά για να αλλάξει.
Βαγγέλης Τσούκας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου