Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

Το στοίχημα

Χειραψία και  κόβω, το στοίχημα σε ισχύ 


Γράφει ο Δημήτρης Μεκάσης
Από παλιά οι κάτοικοι της Φλώρινας στοιχημάτιζαν για ασήμαντα πράγματα, αλλά και σπουδαία γεγονότα.  Το αντίτιμο ήταν ένα κέρασμα ή κάποιο χρηματικό ποσό.  Το στοίχημα ήταν μια άτυπη συμφωνία μεταξύ
δυο ή περισσοτέρων ατόμων, που όμως κρατούσαν την συμφωνία τους, καθώς αυτή ήταν σεβαστή από όλους.  Στοιχημάτιζαν για τα κρασιά τους και τα τσίπουρά τους, σχετικά με την ποσότητα και την ποιότητα που μπορούσε να παράγει το αμπέλι τους. Στοιχημάτιζαν στις εκλογές, αλλά και στους ποδοσφαιρικούς αγώνες.  Απλά πράγματα και σοβαρά γεγονότα δημιουργούσαν στοιχήματα, και ίσχυαν αφού οι δυο ενδιαφερόμενοι έδιναν τα χέρια και ένας τρίτος  χτυπούσε ελαφρά με το χέρι του και ελευθέρωνε τα χέρια τους. Έλεγαν μάλιστα «έκοψα» που σήμαινε ότι το στοίχημα είχε αρχίσει να ισχύει από εκείνη την στιγμή.
Και τα παιδιά στοιχημάτιζαν. Στοιχήματα που είχαν σχέση με τα παιχνίδια τους και τις ικανότητές τους. Συχνά ακουγόταν η φράση: «Πάει στοίχημα», ή «Βάζομε στοίχημα» και τα δυο παιδιά έδιναν τα χέρια βασταζόμενα με τα μικρά δάχτυλά τους. Ένα από τα δυο παιδιά «έκοβε» με το χέρι του και το στοίχημα άρχιζε να ισχύει. Και έβαζαν  στοιχήματα για το ποιος μπορεί να ανέβει στο δένδρο ψηλότερα. Ποιος μπορεί να τρέξει πιο γρήγορα κλπ. Ακόμη και τα παιχνίδια με την μπάλα περνούσαν στο στοίχημα. Βέβαια τα παιδιά δεν στοιχημάτιζαν με χρήματα, αλλά με σφαλιάρες και με κλωτσιές.
Το παιχνίδι – στοίχημα, που ήταν πολύ διαδεδομένο ήταν το «γιάντες».  Συμμετείχε όλη η οικογένεια κατά την διάρκεια του μεσημεριανού φαγητού των γιορτών και των Κυριακών, όταν το γεύμα ήταν κοτόπουλο. Στο στήθος του κοτόπουλου υπάρχει ένα κοκαλάκι σε σχήμα διχάλας.  Με αυτό στοιχημάτιζαν και το κρατούσαν δυο, με τέτοιο τρόπο ώστε να σπάσει. Όποιος είχε το μεγαλύτερο κομμάτι κέρδιζε το στοίχημα. Για τα παιδιά όμως το γιάντες κρατούσε ώρες, επειδή μετά το σπάσιμο της διχάλας, αν ένα από τα δυο παιδιά έδινε κάτι στο χέρι του άλλου και φώναζε «γιάντες», κέρδιζε. Αν το  άλλο παιδί έπαιρνε το αντικείμενο και φώναζε πρώτο «ξέρω» το παιχνίδι συνεχιζόταν ως το βράδυ. Τελικά όποιος κέρδιζε, έπαιρνε ένα κέρμα, κάτι σαν χαρτζιλίκι.
Μερικά περιστατικά φανερώνουν την δύναμη που είχε το στοίχημα, όταν αυτό συνοδευόταν από κάποιο σεβαστό ποσό.  Προπολεμικά σε ένα τσιπουράδικο – μπακάλικο έπιναν κάποιοι τα τσίπουρά τους, νωρίς το πρωί. Ήταν χειμώνας με αρκετό χιόνι στους δρόμους. Ένας Πισοδερίτης της παρέας σκεφτόταν και μονολογούσε με ποιόν τρόπο θα μπορούσε να στείλει ένα τσουβάλι αλεύρι στην οικογένειά του στο Πισοδέρι. Στην παρέα ήταν και ο Φούντουκ, ένας εβραίος αχθοφόρος, που η σωματική του δύναμη τον είχε κάνει πασίγνωστο σε όλη την περιφέρεια της Φλώρινας.  Του πρότειναν να πάει το σακί φορτωμένο στην πλάτη του, με μισό μέτρο χιόνι στον δρόμο, μέχρι το Πισοδέρι. Ο φούντουκ δέχτηκε και τα στοιχήματα άρχισαν να πολλαπλασιάζονται. Συγκεντρώθηκε ένα σεβαστό ποσό, από το οποίο ο Φούντουκ θα είχε μερίδιο, καθώς και ένα σακί αλεύρι. Το «θηρίο» ο Φούντουκ κατάφερε μέσα στα χιόνια με ένα σακί αλεύρι στην πλάτη του, να φτάσει στην Βίγλα και στο Πισοδέρι και να κερδίσει το στοίχημα. 
Χώρος στοιχημάτων ήταν και τα ζαχαροπλαστεία.  Οι νέοι άνδρες έβαζαν στοιχήματα για το ποιος θα φάει περισσότερες πάστες. Οι παραγγελίες έρχονταν η μια πίσω από την άλλη, και όποιος σταματούσε πρώτος έχανε και πλήρωνε όλες τις πάστες. Το στοίχημα των γλυκών βάραινε τα στομάχια τους, και έφευγαν από το ζαχαροπλαστείο κατσουφιασμένοι. Ένας μάλιστα κατάφερε να φάει δυο κιλά παγωτό, αλλά πλήρωσε ακριβά την νίκη του, καθώς τις επόμενες ημέρες ήταν κλινήρης. Ένας άλλος έφαγε δέκα μπακλαβάδες, και έκανε δέκα ημέρες για να συνέλθει. Αυτά γίνονταν στα ζαχαροπλαστεία της Φλώρινας πριν το 1960. 
Το καλοκαίρι του 1978, μια παρέα νέων ανδρών ξενυχτούσε τρώγοντας μακαρονάδες στο «Galaxy». Εκεί γεννήθηκε η ιδέα  για στοιχήματα σε δρόμους αντοχής. Πήραν τα αυτοκίνητα και πήγαν στο έκτο χιλιόμετρο, με σκοπό να τρέξει ένας από την παρέα μέχρι την ταβέρνα του Μπόλη, σε λιγότερο από μισή ώρα. Ο δρομέας κέρδισε το στοίχημα. Όταν κάποιος άλλος έμαθε το γεγονός φώναξε σε ένα καφενείο ότι και αυτός τρέχει μέχρι την Δροσοπηγή. Ο δρομέας λοιπόν μπροστά και πίσω οι θαμώνες του καφενείου με τα αυτοκίνητα, ξεκίνησαν. Ο δρομέας έφτασε στην ώρα του και κέρδισε το στοίχημα. Πάλι από το «Galaxy» η ίδια παρέα, νυχτιάτικα έβαλαν στοίχημα για την απόσταση μέχρι την Βίγλα. Δύσκολος δρόμος και ανηφορικός. Ο δρομέας προσπάθησε και τερμάτισε, αλλά δεν έφτασε στην ώρα του. Έχασε το στοίχημα, αλλά κέρδισε την συμπάθεια των φίλων του,  για την προσπάθειά του.
Τα παλιά στοιχήματα είχαν σχέση με την εξυπνάδα, την σωματική δύναμη και διάφορες ικανότητες.  Μετά την δεκαετία του 1980, το στοίχημα πέρασε στον τζόγο, είτε αυτός ήταν κρατικός είτε παράνομος. Στα πρακτορεία του ΟΠΑΠ υπάρχουν ειδικά έντυπα, αλλά και στο διαδίκτυο βρίσκει κανείς κάθε είδους στοιχήματος, με απεριόριστα χρηματικά ποσά. Τι σχέση έχουν τα στοιχήματα των παλιών Φλωρινιωτών με όλα αυτά;  Το «γιάντες» πάντως συνεχίζεται από λίγους που δεν ξεχνούν την παράδοση. 
Δημήτρης Μεκάσης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου